Monday, July 04, 2005

πρωινή ακινησία

Ζέστη, ζεστός αέρας σαν σεσουάρ μαλλιών, ζεστός καφές, τσιγάρο.
Η σκιά απο την μουριά μετακινείται σιγά σιγά στο μωσαικό του μπαλκονιού προς τα πόδια μου. Σε δυο ώρες θα με τυλίξει. Μέχρι τότε θα λιώνω. Κι αυτό σιγά σιγά.

Λιμπίζομαι παγωμένο τσάι. Αλλά τελείωσε. Μένω με την όρεξη, γαμώτο.
Δυο κομμάτια ύφασμα εμπριμέ, ελαφρύ, ενωμένα με κορδέλα, δεμένη σε φιόγκο πίσω στην πλάτη και το φαρδύ στρατιωτικό γκρί σορτς του μπαμπά. Σαγιοναρίτσες των δύο ευρώ. Ο σκύλος εξαυλώνεται απο δίπλα. Η κάφτρα πέφτει δίπλα του, δεν παίρνει χαμπάρι, προλαβαίνω να τη μαζέψω πριν την καταβροχθίσει. Αναρωτιέμαι πότε θα φάει εμένα. Κι όταν το κάνει, θα είναι κάποιος παρών να του αστράψει μια ανάποδη, ή θα πάω έτσι κι αυτός Κινέζος ως έχειν;
Η Μαρία περνάει να μου φέρει ένα κολιέ. Το έκανε μόνη της, δεν τη βοήθησε κανείς, με τα μικρά χεράκια της, πιγκουινάκια απο πηλό. Και ροζ με πορτοκαλί κορδελίτσα.

Κι εμένα να μου λείπει ο ύπνος μαζί του. Να μου σφίγγει το χέρι σα μωρό τις πρωινές ώρες, να τινάζεται νευρικά κι εγώ να τον αγκαλιάζω. Κουταλάκι ο ένας στον άλλον χωμένος. Πλάτη εναλλάξ.

Δυο στίβες περιοδικά πάνω στο τζαμένιο τραπέζι. Γεμάτα μπαλαρίνες του Μάρκ Τζέικομπς, σανδάλια του Σαλβατόρε Φεραγκάμο, κρέμες Λάνκαστερ και Κλινίκ, 24 είδη σέλφ τάννερ και φορεματάκια του Αζεντίν Αλάια. Τα σπρώχνω μακριά. Βαριέμαι.

Πάλι πεταγόμουν στον ύπνο μου χτες. Και η πρώτη σκέψη κάθε φορά ήταν ο Ντέμιαν. Στις 4 και δέκα και τέταρτο ταχυπαλμία. «Με σκέφτεται», σκέφτηκα στιγμιαία, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Και κοιμήθηκα μετά σα μωρό.

Θέλω πάλι να ακούσω Rosie Gaines. Να τη φανταστώ να χορεύει μούσκεμα στον ιδρώτα με ένα μακρύ λουλουδένιο τουλπάνι για φόρεμα, ίσα να φαίνονται λίγο τα παχουλά της πόδια, ξυπόλητη, μόνο για μένα. Να μου σκάει φιλί μητρικό στο μέτωπο μετά, «Let's get close, closer than close, closer than you ever can imagine my love».

Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.