Sunday, March 05, 2006

ο τέλος ΠΑΝτων.μου.



Διαβάζω απόψε παραμύθια. Χωρίς κουκιά και ρεβύθια. Αλλά αντιδραστικά, όπως είναι άλλωστε όλα τους ανεξαιρέτως. Για τα παιδιά που δεν κάνει να μεγαλώσουν και για τους μεγάλους που απλά δεν ξέρουν πια πως να ξαναγίνουν παιδιά.
Με γεύση απο σάμαλι του Χατζή, το ένα, το τελευταίο, με μπόλικο σιρόπι. Και δυο αμύγδαλα επάνω.
Για ένα αγόρι αυθάδικο που προφανώς, αν και το ίδιο δεν το ξέρει, ζει μαζί με νεράϊδες αθυρόστομες και εξαιρετικά διεφθαρμένες, σε ένα μέρος που δεν έχει ο χάρτης, γιατί τα αληθινά μέρη δεν τα έχει ποτέ ο χάρτης. Κι ας φυσάει εκεί Σαλονικιώτικος αλμυρός Βαρδάρης.

Για έναν πιτσιρικά που δυστυχώς μεγάλωσε, αλλά o Μυροφόρος Έφιππος Αντάρτης ήρωάς του που το ψυλλιάστηκε έγκαιρα, του έδωσε ένα ζευγάρι φτερά έξω απο μια εκκλησιά. Όχι για να πετάξει. Τα φτερά δεν είναι ποτέ για να πετάξεις. Είναι για να σε κρατήσουν σταθερά στη γη, γιατί μόνο αν μείνεις ακινήτως κινητός, αν και ζωντανός, θα μείνεις ίδιος, μικρός σοφός, μακριά απο την επιτυχημένη λάσπη και την ντεμέκ άγια κοπριά.
Για ένα Little boy. Όπως αυτό της κωδικής ονομασίας της ατομικής βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα. Όπως το πρόσωπο της ίδιας της Χιροσίμα που πετάει έκτοτε καθημερινά πάνω απο τον κόσμο βγάζοντάς του τη γλώσσα έξω.
Ένα αγοράκι που δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων, που επειδή απεχθάνονται τον εαυτό τους δεν υμνούν τελικά κανέναν και γαντζώνονται απο την σεμνοπρέπεια, γιατί τους είναι αδύνατο να σταματήσουν να κρίνουν.
Έναν μπόμπιρα με μολύβια, σκυμμένο πάνω απο ένα κομμάτι λευκό χαρτί, πότε πότε συγκινημένο απο το ίδιο του το ταλέντο και άλλοτε κτηνωδώς αδιάφορο και ταυτόχρονα ανεπαίσθητα ονειροπόλο, όπως καταφέρνει να είναι μόνο κάποιος, που όσα αγαπάει κρατάει μακριά. Μα ποθεί με όλο του το είναι να έχει, και κυνηγάει ταυτόχρονα. Σαν τον Πολιούχο άνεμο που το βοηθάει να πετύχει τη μοναξιά του. Που πετάει, όπως η ζωή η ίδια, με ένα φτερωτό άλογο πάνω απο τα συντρίμμια ελπίδας μιας άσχημης - όμορφης πόλης, πότε κοροϊδεύοντας και πότε φτύνοντάς τα. Μα που αυτό το ίδιο έχει μάθει να αγαπάει με όλο του το είναι, από τότε που το σάμαλι βρισκόταν στο πελώριο ταψί έξω απο την εκκλησιά. Τότε που έψαχνε μανειωδώς στα τυφλά, με στόμα μπουκωμένο, να αποκαλύψει τους εχθρούς (χωρίς «του» και «μου») που ωστόσο τόσο πολύ του μοιάζουν, για να τους χλευάσει. Δοκιμάζω, λαίμαργα όπως εκείνος, λιχουδιές με γάλα. Και αφήνω επτά κουπάκια με σοκολάτα μπίτερ και φρέσκα καθαρισμένα φρούτα έξω απο την πόρτα του κήπου, δίπλα στην καρυδιά. Φαντάζομαι πως απο όλα τα ξωτικά, εκείνος ο ένας μπόμπιρας θα έρθει, με ανακατεμένα μαλλιά απο την λαχτάρα για τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου πορτοκαλιού.

Και αφού μου σκάσει φιλί, θα μου πει για τις αποφάσεις. Και την αιτία ύπαρξής τους στην αναίρεση. Για τους διπλωμάτες που δεν κάνουν τίποτε παραπάνω απο το να διπλώνουν τη μεσούλα τους και να λυγίζουν σε τεμενάδες για τον κάθε ανόητο που νομίζει ότι έχει στα χέρια του εξουσία και σπαταλά τελικά μονάχα σάλιο, τζάμπα. Για τον αθυρόστομο Άγιο της Αχειροποιήτου που ξεπήδησε μια μέρα μέσα απο το εικόνισμα, νεότατος και πιο όμορφος απο ποτέ πιο πριν, γελώντας στα μάτια του και συνάμα σκοτεινιασμένος μέσα στο βλέμμα του λαού,για να του μάθει ανυπόμονα και αυταρχικά, όπως κάθε Άγιος με δημοκρατική επιβολή λόγου, την αξία του να παλεύεις αναίμακτα για όλα. Για δυο πράσινα μάτια μιας Καίτης, για ένα κομμάτι λαχταριστό σάμαλι, για μια ιδέα, για σένα τον ίδιο, για τον εχθρό. Για να δεις την ομορφιά μες στην ασχήμια και την ασχήμια μες στην ομορφιά. Για να δεις ποιος τέλος πάντων είσαι. Καλός και κακός μαζί, ένας διαολεμένα έξυπνος βλάκας, εχθρός του ίδιου σου του εαυτού και καλύτερος φίλος μαζί.

Λέγεται πώς αν μπεις ποτέ σου μέσα απο μια πύλη στη νεραϊδοχώρα, δεν μπορείς πια να ξαναζήσεις στον δικό μας σάρκινο κόσμο. Γίνεσαι την ίδια εκείνη στιγμή της επιστροφής σου σκόνη γκρίζα που σκορπά στον αέρα.

Το αγόρι αυτό όμως αντιλαμβάνεται μόλις ο ουρανός σκοτεινιάζει και πάλι, δίχως φεγγάρι τούτη τη φορά, ότι επέστρεψε μέσα απο την πύλη ολόκληρο, θυμάται τα λόγια του Αγίου και βγάζει τα νεραϊδοφτερά, δεν τα χρειάζεται, ποτέ του δεν τα χρειάστηκε πραγματικά. Και συνεχίζει την πορεία του. Δεν σκόρπισε το σώμα του. Δεν έγινε σκόνη. Ζει άνετα μόνο όταν ζει σε ύψη, μα δεν περιφρονεί ποτέ τους πρόποδες, αντίθετα τους κάνει βωμούς και ανυψώνεται τότε μέσα του. Συνέχισε και συνεχίζει να περπατά αυθάδικα, πάντα αθυρόστομο και πονηρό, σαν το νερό κάτω απο την ψάθα που κυλάει να βρει όχι πια τον Άγιο, μα το αντάρτικο μυροφόρο ποτάμι αυτοπροσώπως και μαζί του να ενωθεί. Δυνατό κράμα, ελεύθερο.

Μα πάντα στην άκρη της ελευθερίας μας έχουμε και μια τιμωρία. Μια χαρμολύπη.
Όπως ο μπόμπιρας.

Γελάω πονηρά πίσω απο τα ανύπαρκτα καλοχτενισμένα μουστάκια μου, σαν Αλίκη που αφού χώθηκε με το ζόρι μέσα στην κουνελότρυπα, ψάχνει να βρει πώς στο διάολο θα βγει πάλι έξω. Και την ακριβώς επόμενη στιγμή αποφασίζει να μείνει αιώνια μέσα. Δηλαδή ακριβώς μόλις λίγα νεραϊδένια λεπτά.

Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.