Thursday, March 03, 2005


Nick Thee Fere tus Stereo MCs edo Posted by Hello

1 Comments:

ΛΕΥΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
ΣΝΙΦΑΡΕ ΤΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΤΥΡΙΔΑ


Ήταν Πρωταπριλιά, δεν ξέρω, ίσως τέσσερα χρόνια πριν. Το Αλτσχάιμερ μου έφτασε σε βαθμό επικίνδυνο, μάλλον πρέπει να κόψω τα πολλά πολλά με τη γιαγιά (υγιέστατη είναι τρομάρα της, αλλά θα αποτρελάνει πιθανότατα εμάς).
Ήμασταν εγώ κι ο Δ. στο σπίτι του Σ. και διαβάζαμε εφημερίδες πίνοντας καφέ, μες στη βαρεμάρα και τη σπαρίλα. Ξαφνικά έπεσε η ιδέα, επίσης δεν θυμάμαι πια από ποιον (χρησιμότατη πληροφορία για να του την χτυπάω αιώνια, αλλά είπαμε, το Αλτσχάιμερ) και ανάψαν τα αίματα?
Μέσα σε ένα από τα ένθετα της εφημερίδας υπήρχε διαφημιστική ολοσέλιδη καταχώρηση γνωστού αντιπυτιριδικού σαμπουάν (εκείνο το μπλε μωρέ). Όταν την είδαμε, σκάσαμε στα γέλια. Οι πανέξυπνοι διαφημιστές είχαν προσαρμόσει μέχρι και σακουλάκι πάνω στη σελίδα του περιοδικού το οποίο εμπεριείχε ντεμέκ δείγμα πιτυρίδας. Τέλος πάντων μια ποσότητα λευκής σκόνης που έμοιαζε πολύ με πιτυρίδα, αλλά θα μπορούσε να ήταν και οτιδήποτε άλλο (έφερνε και λίγο σε αλεύρι είναι αλήθεια).
Ξέρετε τώρα πως είναι οι κολλητοί μεταξύ τους. Με τρία βλέμματα συνεννοηθήκαμε μούρλια, άλλος τσέπωσε καθρεφτάκι τσέπης, άλλος βρήκε μια ληγμένη πιστωτική, όλα έτοιμα για το φρικτό έγκλημα. Ο κύβος ερίφθη, αποφασίστηκε να πάμε να δουλέψουμε ψιλό γαζί τον τέταρτο της παρέας, τον Μ. που ήταν σπίτι του μόνος, αγουροξυπνημένος και ανυποψίαστος.
Πήραμε μαζί και το σακουλάκι με την πιτυρίδα, μπήκαμε στο αμάξι του Δ. και καθ΄οδόν κανονίσαμε ποιος θα έκανε την εισαγωγή, ποιος θα έλεγε τι, ποιος θα έπαιζε τον απαραίτητο ρόλο του φρένου στο ενδιάμεσο για να μη μας πάρει με τη μία χαμπάρι σε καμιά αναλαμπή ο Μ..

Το παιδί μας περίμενε με το ένα μάτι ακόμα κλειστό, με την επιδερμίδα σιδερωμένη από τον δεκάωρο ύπνο, ελαφρά ζαλισμένος. Μας έκανε καφέ και κει πάνω που άναψε τσιγάρο και έδειχνε να αρχίζει να νιώθει την επίδραση της καφείνης μέσα του, βγάζει ο Δ. το πολύτιμο σακουλάκι από την τσέπη του με ύφος τουλάχιστον Βίνσεντ Βέγκα, ταυτόχρονα ο Σ. χαζογελώντας εμφανίζει την πιστωτική και το καθρεφτάκι κι ενώ ο Μ. προσπαθεί να καταλάβει τι παίζεται ξαφνικά και τι πάθαμε, μπήγω εγώ τις υστερικές φωνές, ουρλιάζοντας «τι είναι αυτά;», «μαζέψτε τα αμέσως», «πάτε καλά ρε;» και εκλιπαρώ τον Μ. να επέμβει.

Στο κόλπο όλα. Κάθε λέξη και αντίδραση. Ο Μ. δεν μπορούσε να μην το φάει κανονικά. Σύντομα έπαιξα την ηττημένη, αλλά περίεργη κορασίδα, μαλάκωσα, μέχρι και ενέδωσα, πείθοντας τον Μ. αν δοκίμαζα εγώ, να δοκίμαζε κι εκείνος.
Το σενάριο προέβλεπε, την ώρα που ο Σ. κι ο Δ. ως πρώτοι θα δοκίμαζαν την κόκα-wannabe-πυτιρίδα, με τρόπο να την φυσούσαν μακριά, όταν σκυμμένοι πάνω από το καθρεφτάκι θα προσποιούνταν πως την ρουφούσαν από τη μύτη.
Ούτε ο Τζάρμους τέτοια κομπίνα.
Ο Μ. παρακολουθούσε μές στη σαστιμάρα. Όταν δε ήρθε και η σειρά μου, χτύπησε κόκκινο. Δεν πρόλαβα καλά καλά να τελειώσω το τρικ μου, μου άρπαξε το καθρεφτάκι και τα υπόλοιπα σύνεργα από το χέρι. «Αν δεν το κάνω τώρα, δεν θα το κάνω ποτέ», είπε και πριν προλάβουμε να του φωνάξουμε «ΜΗ ΜΑΛΑΚΑ ΑΚΥΡΟ, ΜΗ ΣΝΙΦΑΡΕΙΣ!», εκείνος σαν Χούβερ έδωσε μια και το σνίφαρε όλο. Ότι είχε απομείνει δηλαδή και ήταν, πιστέψτε με, αρκετό.

Του το είπαμε αμέσως, αλλά ήταν αργά. Αφού μας ξέχεσε τριφασικά και μας έκανε να νιώθουμε τουλάχιστον ηλίθιοι, άρχισε να μη νιώθει καλά. Ξαφνικά. Τα χάσαμε.
Κοιταζόμασταν κι αναρωτιόμασταν τι να κάνουμε.
Η κορύφωση ήρθε όταν πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Ακούστηκε μες στην ησυχία ένας πελώριος γδούπος. Τρέξαμε και τι να δούμε;
Ο Μ. είχε πέσει στο πάτωμα, κοίτονταν εκεί αναίσθητος και κατάχλωμος.
Ένας Θεός ξέρει πως την πηδήξαμε και γλιτώσαμε το εγκεφαλικό και οι τρεις πανούργοι εκμεταλλευταί της παιδικής του ψυχούλας (όντως έτσι νιώθαμε).
Πανικός. Τρομάρα. Δεν μπορούσαμε ανάσα να πάρουμε. Είχαμε σκύψει και οι τρεις από πάνω του σαν τις κάργες και προσπαθούσαμε με σφαλιάρες και νερό να τον συνεφέρουμε. Του κάκου όμως. Εκείνος δεν αντιδρούσε καθόλου.
«Να καλέσουμε το 166». «Και τι να τους πούμε ρε ανόητε; Τι πήρε;Πυτιρίδα;». «Και ως τι την πήρε; Ως κόκα;».
Πάντα υστερική, πάτησα τα κλάματα. Με το που έπιασε ο Δ. το κινητό του να καλέσει το 166, ο Μ. σηκώθηκε, σκούπισε τον πισινό του από την σκόνη (είχε να σκουπίσει το πάτωμα από την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο) και ατάραχος (μέχρι και το χρώμα του το ροδακινί ξαναβρήκε ο άθλιος, που τύφλα να΄χει ο Κατράκης ένα πράγμα) πήγε να συνεχίσει τον καφέ του σκασμένος στα γέλια.
commented by Blogger discolata, 1:48 pm  

Add a comment

Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.