Wednesday, October 25, 2006

Ghost Bastard


Θα του έφτιαχνα γιαουρτλού σουτζούκ με μπόλικο τούρμερικ και κόλιανδρο, που θα έγλειφε τα δάχτυλά του. Και αρνάκι ανατολίτικο με θυμάρι και σκόρδο στο φούρνο, να φάει και να σκάσει ο πασάς μου, τόσο που να παραδοθεί αμέσως μετά σε ύπνο γλυκό, σα μωρού, κι εγώ να τον καμαρώνω.

Αντ’ αυτού, κάθομαι μόνη, στη Schottengasse αυτή τη φορά, και περιμένω τον μικρό σερβιτόρο με το αστείο παπιγιόν να μου φέρει εξεζητημένα ψητά μανιτάρια του δάσους με σως ταρτάρ, απλωμένα σε φύλλα σαλάτας, σωστά ομοιώματα χαρτονιού.

Κατεβάζω το φρουτένιο λευκό Riesling μου κι αναστενάζω.

«Μια πρόβα για πού;», αναρωτιόταν ο σοφός μου και μέσα του τον ρωτούσε φωναχτά, ήξερε πως τον ακούει. Απάντηση όμως δεν έπαιρνε, μήτε και τελικά πήρε ποτέ.

Πως εκείνος ακόμα τον ψάχνει, κάθε χρόνο ίδια μέρα, σχεδόν ραντεβού. Γιατί πήρε μαζί του το νόημα.

Έτσι θα του μιλούσα τώρα, αγριεμένα, γιατί σε ανοιχτούς δρόμους, άδειους, χάνεται και ακόμα περιμένει, πότε ειρωνικός και πότε απελπισμένος, τη μέρα που κατεβαίνοντας από το λεωφορείο της γραμμής θα πέσει επιτέλους επάνω σε εκείνον που βρίσκεται μέσα του, αλλά το βουλώνει πεισματικά.

Επιδόρπιο παγωτό φιστίκι και σοκολάτα θέλω. Που θα σου άρεζε, σοφέ μου.

Αλλά έχω μπροστά μου αμύγδαλο με Αmaretto και σιρόπι βατόμουρο, λιγωτικό και φλύαρο, πάνω σε βάφλες στρογγυλές, όπως τα φεγγάρια που αγαπάς.

Κάπου ανάμεσα στα φίλτρα είναι εδώ γύρω ακόμα, τον νιώθω κι ας μην τον άγγιξα ποτέ, γι’ αυτό και τον ψάχνει, μια εδώ και μια εκεί. Είναι και που δεν πρόλαβε να του πει το για πού. Χωρίς προσανατολισμό ο μικρός εξερευνητής τώρα.

Καθισμένος εδώ σε άλλη διάσταση, να τσαλαβουτάει στο σιρόπι βατόμουρο τα δάχτυλά του και να γελάει και με μένα την άγνωστη και με τις σκέψεις μου.

Τελευταία μπουκιά, πίτα στο σιρόπι. Αδέξια, ξεφεύγουν δυο στάλες από το στόμα και λεκιάζω το πουκάμισο.

«Εσύ φταις», ψιθυρίζω, μου κλείνει το μάτι.

Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.