Wednesday, January 18, 2006

Η χαρά του Κάρινγκτον και του Σι Σι Κάπγουελ


Am I another Greek Daddy O?

Τίγκα ο μπαξές στα φυντανάκια. Αετονύχηδες και κουτοπόνηροι μιζαδόροι, μικροί και ασήμαντοι κομπάρσοι, δευτεράτζες που κοιτάζουν τη δουλίτσα τους και το πορτοφολάκι τους, στενόμυαλοι που θεωρούν την κουλτούρα ανίατη ασθένεια και δεν βλέπουν στον καθρέφτη την οξεία καρπουζοκεφαλίασή τους...
Πέτυχες οικονομικά, οποία δυσχερεστάτη ψευδαίσθησις, είσαι ανώτερο ον, αποθέωσις του κιτς, άρα υπάρχω. Γεμίσαμε εικονολάτρες και εικονολάγνους. Ιδιότυπη δαρβίνειος συνέχεια, «δύναμαι συνειναι ανθρώποις δυναμένοις αναλίσκειν καί επιβουλεύειν τοις ασθενεστέροις». Και ο σωστός τονισμός στο πισί ανέφικτος. Σβούρες ο Λυσίας στον τάφο σαν το Νουρέγιεφ.

Ο πίθηκος έγινε άνθρωπος, ή ο άνθρωπος πίθηκος, επί μονίμου βάσεως σκαρφαλωμένος σε ένα δέντρο να πιάσει τη μπανάνα που είναι στην κορυφή, μόνο και μόνο για να κάνει σπάσιμο στους υπόλοιπους της φυλής.

Και κάπου ανάμεσα στα τενεκεδάκια του Segafredo και του Illy, τους ιδιωτικογράφους που σημειώνουν με πολύτιμο μελάνι Montblanc στα Moleskin τεφτέρια τους, τα τσαλακωμένα πακέτα Davidoff και τα μπουκαλάκια σινιέ λαδόξυδου που τώρα το λένε «vinaigrette», οι ταπεινοί, αληθινοί πρωταγωνιστές σε έργο δανεικό, αυτοί που βλέπουν, υποφέρουν, αλλά συνεχίζουν. Μυρμυγκάκια, χωρίς σινιέ ταξιδιωτικό «survival kit» του Vuitton, ανάμεσα σε μεθυσμένους, υπερτροφικούς ελέφαντες.

Φακελάκια σε γιατρουδάκια με πτυχίο απο Ρουμανία, και απέναντι, δωμάτιο στην ΙΑΣΩ με πολυθρόνες βελούδινες για τις κυρίες με τα κουφετί ροζ Dior. Ουρά στο ΤΕΒΕ και την Εφορία όμοια αυτής έξω απο το σολάριουμ της γειτονιάς, Εκκαθάρισις του Παραδικαστικού και δηλώσεις βαρύγδουπες δικηγόρων με πούρα Αβάνας και μπράβους με ελαφρά πιθηκομορφία, ο μινιμαλισμός του ΙΚΑ, Πακιστανοί σε μπλε μαρέν απόχρωση, ΑΣΕΠ και πρώτος διορισμός στην δεξιά πινέζα του χάρτη, δέκατος τρίτος μισθός λάστιχο και εορτοδάνεια για μια ψητή γαλοπούλα με κάστανα, σε συσκευασία αυγού κίντερ έκπληξη με δώρο ντιβιντί σαδομαζό και πετρέλαιο θέρμανσης για έναν χειμώνα.

Χτυπάει το τηλέφωνο, τρέχεις να το σηκώσεις αλαφιασμένος, και ένας υπαλληλάκος σε πληροφορεί περήφανα, πως είσαι τυχερός. Μπορείς να έχεις πλέον δύο πιστωτικές κάρτες ακόμη, στις χαρίζουν, αρκεί να πεις το «ναι». Θυμάσαι τον Μεταξά και λες τολμηρά «όχι». Αλλά πριν αλέκτωρ λαλήσει δίς, σου χτυπάει το θυροτηλέφωνο ο ταχυδρόμος.
Τυχερέ, μόλις απέκτησες με συστημένο απο την τράπεζα Χ όχι δύο, αλλά τρεις ολοκαίνουριες πιστωτικές, πασπαλισμένες με χρυσόσκονη, απο το είδος εκείνο που μοιάζει απελπιστικά πολύ με την άχνη πάνω στον κουραμπιέ. Αν κάνεις δυνατά «φου», θα εξαφανιστεί. Δυο σταγόνες ιδρώτα σχηματίζονται στο μέτωπό σου. Ήδη ακούς τις αλυσίδες που σέρνονται πίσω σου. Μπροστά στα μάτια σου η εικόνα ενός εκ των αδελφών Ντάλτον, με συνολάκι ριγέ, άσπρο-μαύρο, που θα κάνει θραύση στις πασαρέλες φέτος.

Ψάχνεις για δουλειά, και μαθαίνεις όλα όσα έξι χρόνια σπουδών, που έκαναν το αίμα σου να πήξει, δε σου δίδαξαν. Το μεταπτυχιακό σημαίνει «overqualified», ταλαίπωρε, κάτσε στη σειρά σου και περίμενε. Μη γκρινιάζεις που απο το παντεσπάνι της Αντουανέττας δεν μένει ούτε ψίχουλο για σένα, χτύπα ενέσεις ζειμπέκικου σε νυχτερινό κέντρο με 280 ευρώ το μπουκάλι, να ξεχαστείς.

Ζαλίζομαι. Γυρνάνε όλα μαζί, όπως τα ρούχα στην πρόπλυση. Οι ασπιρίνες καραμέλες, μα η σπαζοκεφαλιά παραμένει. «Είμαστε ανίατη ασθένεια, γιατρέ μου;», παραμιλάω.

Ο Τριανταφυλλόπουλος κάνει αντιπολίτευση, ο Ευαγγελάτος κυνηγάει τα ληγμένα και κανείς δε μπορεί να κρυφτεί απο τη σερλοκχολμική Νικολούλη. Καλά που υπάρχουν και αυτοί και ξέρουμε απο ποιον να κρυφτούμε, πώς και κυρίως πού. Αγοράζεις εφημερίδα να κομποζάρεις τον πικρό σου πρωινό καφέ και πρώτη είδηση είναι ότι ο Ζαγοράκης αρραβωνιάστηκε με τη Λίλη. Στραβοκαταπίνεις, κοντεύεις να πνιγείς. Δεύτερη σελίδα, Πάρις και Σταύρος, και στην τρίτη, ο -μεγαλωμένος με Προδέρμ, καλός- Κωστάκης και ο -καημενούλης, μικρός Φόρεστ Γκαμπ- Γιωργάκης. Τα πλοκάμια του κάθε Μπους και μύθοι για αθάνατες Λερναίες Ύδρες. Εντατικά ταχύρρυθμα μαθήματα εκμάθησης πολεμικών τεχνών επιβίωσης μέσω φτυαριού. Ψυλλιάζεσαι, πώς ο Γιοσάκης κάνει ακόμα «shopping therapy» στη Via Montenapoleone. Με κάθε καινούριο Gucci και ένα Πάτερ Ημών. Ή επειδή γλίτωσε απο εμάς, ή για την ψυχή του Tom Ford που ξεστράτισε απο τον σωστό της haute couture δρόμο.
Αλλά δεν προλαβαίνεις να το ξεστομίσεις καν, και τσουπ να σου τον, ολοκαίνουριος σαν μια τσάντα Fendi κροκό, κάνει γκράντε εμφάνιση και σφάζεται τηλεοπτικά με γνωστό σουλατσαδόρο, πιπερόγλωσσο δηκηγορίσκο.

Ξεφυλλίζεις με απαράμιλλη γενναιότητα και δέος τη «Βίβλο» του στυλ, τη Vogue. Την ελληνική έκδοση, που κρέμεται κάθε μήνα στα περίπτερα και μαγνητίζει το βλέμμα σου σα Σειρήνα. Αυτή που τυπώθηκε για σένα. Γόβες του Blahnik, 950 ευρώ, φόρεμα κοκτέηλ του Lanvin, 4.500 ευρώ, τσαντάκι του Balenciaga, 1.200 ευρώ, διαμαντένιο κολιέ του Winston τίγκα στα μπριγιάν, χωρίς αναγραφόμενη τιμή, «παρακαλούνται οι ενδιαφερόμενοι να επικοινωνήσουν με τον εισαγωγέα».
Ρίτσου «Αγαμέμνων» και «ίσως πάλι η μέθη μας να μας επέβαλε την πειθώ του ακατόρθωτου».
Κόβεις την φωτογραφία και την κολλάς με σελοτέιπ στον τοίχο μπροστά απο το κατ' ανάγκην- μίνιμαλ γραφειάκι σου. «Μαμά, έτσι Πρέπει και έτσι Θέλω να γίνω, όταν μεγαλώσω. Κι αν δεν τα καταφέρω, σε παρακαλώ, πυροβόλησέ με μόλις πατήσω ανεπιτυχώς τα τριάντα. Να μη σώσω και αντικρύσω άλλη μέρα με ήλιο, δίχως γυαλιά του Mikli, σύζυγο τουλάχιστον Χολιγουντιανών προδιαγραφών, διαμέρισμα διακοσίων τετραγωνικών, Saab πεντάθυρο και τρία ξανθά, γαλανομάτικα παιδιά με τρόπους καλύτερους και απο του Ζαμπούνη».

Μανχάτταν-Κολωνάκι, Σόχο-Τσιμισκή, ένα-ένα. Μάγκεψαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα. Βρε μπας και το Χόλιγουντ είναι προάστειο που ακόμα δεν συνδέθηκε με το μετρό; Αλήθεια, εγώ σε ποια στάση κατεβαίνω;
Μπάζει απο παντού, ο τελευταίος παρακαλείται να κλείσει την πόρτα, πριν γίνουμε κόκκαλο όλοι.

Παραμονή Χριστουγέννων και στην πόρτα μου δυο πιτσιρίκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. «Να τα πούμε;»
«Να τα πείτε».
Μπορώ να μη σας αφήσω; Να μου πάει και αυτή η χρονιά χάλια; Έχω τον πόνο μου, έχω τις σκοτούρες μου, πλησιάζω τα τριάντα, έχω και εκείνη τη φωτογραφία μπροστά απο το γραφείο να με στοιχειώνει απο το πρωί, αλλά να τα πείτε.

Το κοριτσάκι πιο μεγάλο, πιο ψηλό, πιο θαρραλέο, τιμωρεί το κατακόκκινο απο τη ντροπή αγοράκι με σκουντιές και αγκωνιές, επειδή όπου δεν ξέρει τα λόγια, καλύπτει το κενό με ένα ψιθυριστό, φοβισμένο «λα λα λα». Μα μόλις τελειώνουν, σκύβει και του δίνει στο μάγουλο ένα πεταχτό φιλί. Τους δίνω πέντε ευρώ, καραμέλες και μελομακάρονα και την στιγμή που πάω να κλείσω πίσω μου την πόρτα, ακούω το κοριτσάκι να λέει στον πιτσιρίκο: «Δικά σου και τα πέντε. Εσύ το είπες καλύτερα απο μένα».

Αναστενάζεις, αρχαίο πνεύμα αθάνατο και άσπιλο, Χατζιδάκις και ηρακλείτεια πτυχή των πραγμάτων, «η μόνη γνήσια μας ταυτότητα, η καθαρώς μεσογειακή». Αυτή με το ντεμιανικό στίγμα. Ντροπιασμένη και περήφανη. Να τη μισείς και να τη λατρεύεις μαζί.

Posted by Picasa

Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.