Monday, May 22, 2006

πάντα καλοκαίρι


Κοιτούσα τη σελίδα επί ώρες. Μα δεν είχα τίποτα να γράψω. Τίποτα να πω. Ένιωθα ένα βάρος μέσα μου, όμως δεν ήξερα καν τι είναι. Ούτε καν να το περιγράψω δε μπορούσα. Συμβαίνει που και που. Να παγώνουν όλα γύρω σου και μέσα σου και εσύ να μένεις με μια σκέψη που δε μπορείς καν να τοποθετήσεις σε κάποιο συρταράκι.

Όσο αφήνεις κάτι, τόσο σε αφήνει και αυτό, λένε. Λένε, λένε, λένε, ποιοι ποτέ δεν έμαθα, πάντως το λένε. Και τη σελίδα την κοιτούσα επί δυο μήνες. Με άφηνε κάθε μέρα και λίγα παραπάνω μέτρα, έτσι ένιωθα.

Σιγά σιγά άρχισε να μπαίνει το καλοκαίρι, να καθαρίζει ο ουρανός, να σκουραίνει το δέρμα από τον ήλιο, να ξανοίγει το μαλλί. Πάλι.

Άρχισαν τα σχέδια, αυτά με τη μυρωδιά αλμύρας πασπαλισμένα. Αυτό το νησί, εκείνο το αντιηλιακό, το άλλο μαγιό, το αυτό φόρεμα, τα επόμενα πέδιλα.

Και τότε θυμήθηκα ένα άλλο καλοκαίρι, από καιρό ξεχασμένο. Περίεργο πως συμβαίνει αυτό. Επιλεκτική μνήμη, μνήμη χρυσόψαρου, το είχα ξεχάσει, επίτηδες, κατά λάθος, πάντως σε τροχιά το είχα στείλει. Καλοκαίρι πριν χρόνια. Πέντε, έξι, επτά χρόνια πίσω. Δεν έχει σημασία.

Νησί. Εκείνο, το άλλο, πάλι δεν έχει σημασία.

Το καλοκαίρι που μεγαλώσαμε άλλοι.

Άναψε τσιγάρο να σου πω.

Τρεις φίλοι ξεκινούν για το νησί. Με ένα σακ βουαγιάζ, τρεις κας καρντ και δυο βεσπάκια. Τρεις πολύ φίλοι. Και ορκίζονται στο καράβι του πηγαιμού πως θα είναι για πάντα μαζί, σαν ένα, τυλιγμένοι μέσα σε πετσέτες θαλάσσης πάνω στο κατάστρωμα για να ζεσταθούν.

Και φθάνουν στο λιμάνι ξημέρωμα, και το νησί έχει μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού και αλμύρας ανάκατα.

Μένουν εννιά μέρες μαζί, σαν ένα, και κάθε μέρα, φίλε, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερα έτη φωτός από αυτό που ξεκίνησαν να είναι. Αλλά δεν το νιώθουν.

Δεν ξέρω αν έφταιγε το νησί, ίσως έφταιγε αυτό, ίσως ο ήλιος, αλλά μάλλον ήταν η λαχτάρα μας να κοιτάξουμε μπροστά αυτό που ήδη κάπου λέγεται πως είναι γραμμένο πως είμαστε, αλλά ακόμα δεν ψυλλιαζόμασταν καν. Ειλικρινά δεν ξέρω.

Οι δυο τους ήταν ξαδέρφια, δεύτερα. Η Β. και ο Γ. κι εγώ ο συνδετικός κρίκος, ερωτευμένη με τον Γ., έτσι νόμιζα, ίσως επειδή εκείνος ήταν και τον ένιωθα, το αντανακλούσε στα μάτια μου. Τι να πεις, τι να σου πω, δεν ήξερα. Και όλα ζάχαρη, φίλε. Βουτηγμένα σε κίτρινη τεκίλα, μαρτίνι και ρούμι μαύρο, κερασμένο και αυτό. Υπέροχες μεθυσμένες μέρες. Με κοντά αγορίστικα κατάξανθα μαλλιά και διαγωνισμό ποιος θα μαυρίσει πιο πολύ και ποιος θα μείνει κάτω από το νερό περισσότερο χωρίς μπουκάλα.

Την τρίτη νύχτα είχε πανσέληνο το θυμάμαι, δεν είχαμε κάνει ντουζ, με την αλμύρα έξω. Και τότε μου το είπε. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, μικρή».

Τον λυπήθηκα. Όπως δεν έχω λυπηθεί στη ζωή μου άνθρωπο. Και πήγα μαζί του, φίλε. «Κι εγώ», απάντησα. Ακόμα νιώθω, αν κλείσω τα μάτια, την αίσθηση. Το σώμα του, τα χέρια του, το βλέμμα του, την ανάσα του. Όλα οικεία και ξένα μαζί. Τότε το κατάλαβα, μου ήταν αδιάφορος. Και φοβήθηκα, είπα μέσα μου, είσαι αναίσθητη, δεν είσαι σε θέση να ερωτευτείς, να νιώσεις τίποτα. Είσαι μια ξένη. Ανίκανη. Και υπέμεινα, φίλε. Όλη νύχτα. Γιατί δεν μπορούσα να κουνηθώ καν. Και σε όλη αυτή τη νύχτα δεν ένιωσα τίποτα ούτε για ένα δευτερόλεπτο, δεν με άγγιξε τελικά ούτε για ένα εκατοστό. Μετρούσα, να μη σκέφτομαι, τα αστέρια στον ουρανό, όπως την ώρα στο ρολόι. Και όταν ξημέρωσε με κοίταξε, Θεέ μου, μου έσκιζε τα σωθικά ο οίκτος, νόμιζα πως θα με πνίξει, «μείνε δίπλα μου» ψιθύρισε. Μα δεν με κρατούσε τίποτα. Είχα φύγει ήδη χιλιόμετρα μακριά κι ας με είχε αγκαλιά ακόμα. Είχα πει «κι εγώ». Το είχα πει. Σα να μην ήταν το δικό μου στόμα.

Χωριστήκαμε. Προφασίστηκα ανέμελα πως θα έβλεπα δυο φίλους. Τελικά πήγα μαζί με μια παρέα, που γνώρισα στη χώρα εκείνο το πρωί, εκδρομή στο απέναντι νησί και έλειψα τρεις μέρες. Ο Γ. έμεινε πίσω. Η Β. γνώρισε κάποιον και γύρισε κάθε κόλπο μαζί του.

Όταν επέστρεψα τους βρήκα να πίνουν παγωμένες βότκες στην παραλία. Κάναμε όλοι σα να μην είχε συμβεί τίποτα, σα να μην είχαμε χωριστεί ούτε για ένα λεπτό. Και μείναμε μαζί για δυο μέρες ακόμη, σαν ένα.

Μπάντζι τζάμπινγκ, βουτιές, σφηνάκια από το σώμα, ύπνος αγκαλιά στην άμμο.
Πεφταστέρια και ευχές. Ξεπλήρωνα το «κι εγώ».

Να μη νιώθω για λίγο έστω ξένη, να γίνω δική τους, να ανήκω κάπου μια φορά. Η ανίκανη.

Και τελευταίο βράδυ, ξημέρωμα σχεδόν, θάρρος ή αλήθεια.

Με άμμο στα παπούτσια και το στόμιο του μπουκαλιού.

Τότε το είπε, φίλε, ο μπάσταρδος τη βίασε, όσο έλειπα, όσο γυρνούσε μαζί του τους κόλπους με τη μηχανή. Μέρα μεσημέρι στην ερημιά, δίπλα σε μια παρέα σέρφερ που χειροκροτούσαν. Το ήθελε στην αρχή, μα έγινε βίαιος μετά, δεν ήθελε άλλο, φώναξε, προσπάθησε να φύγει αλλά δεν την άφησε. Το είπε, και δεν έκλαιγε σου λέω. Αλλά δεν ήταν θάρρος. Ήταν απελπισία.

Κι εμείς ξέραμε που ήταν. Μπορούσαμε να πάμε να τον βρούμε. Αλλά δεν το κάναμε. Δε μας άφησε. Και νιώθαμε μέσα μας ανακούφιση που δεν μας άφησε. Και ντροπή μαζί. Θυμό.

Την άλλη μέρα πήραμε το πλοίο. Πάλι τυλιγμένοι με πετσέτες θαλάσσης στο κατάστρωμα. Πάλι όλοι αγκαλιά. Αλλά δεν βγάλαμε άχνα σε όλη τη διαδρομή. Σα να μας είχαν πάρει τη λαλιά. Τι να λέγαμε.

Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι, σταμάτησα ένα ταξί να με πάει σπίτι. Αυτο'ι πήραν άλλο. Με κατεβασμένο το παράθυρο τους άκουσα που φώναξαν ραντεβού για την επομένη. Είπα ναι. Χαμογελούσαμε και οι τρεις.

Δεν πήγα. Είμαι σίγουρη πως κανένας τους δεν πήγε.

Δεν τους ξαναείδα λοιπόν ποτέ.

Έμαθα καιρό μετά από έναν τυχαίο, όπως γίνεται πάντα, τον Τ., πως ο Γ. λέει, γνώρισε μια κοπέλα στο αεροπλάνο του γυρισμού και μέσα σε πέντε μήνες παντρεύτηκαν. Πως η Β. τα παράτησε όλα εν μια νυκτί και γύρισε πίσω, έπιασε δουλειά σε τουριστικό γραφείο. Όλα ρευστά και έπρεπε, λέει, να βρει τις εκβολές που πραγματικά ήθελε. Μόνη της. «Πρέπει να μεγαλώσω, να μάθω», του είπε.

Κι εγώ;

Εγώ ίδια κι απαράλλαχτη, αλλά τελικά άλλη.

Γιατί όχι πια ξένη.

Γιατί εντωμεταξύ έκοβε βόλτες ο διάολος, ευτυχώς, και ερωτεύτηκα πολύ, φίλε. Έναν άλλο ξένο. Τα πάνω κάτω. Βρήκα κάπου να ανήκω, η ξένη. Και έσβησα τα πάντα πίσω μου. Σα να μην έγιναν ποτέ. Πάλι καλοκαίρι. Και μετά έπρεπε να τον αποχαιρετήσω, φίλε. Γιατί ανήκε ήδη αλλού. Γιατί η ζωή σε πάει καμιά φορά σε μέρη που δεν πίστευες ποτέ πως θα έφτανες. Και τότε δεν σου φτάνει αυτό το "πολύ". Τότε θέλεις τα πάντα και τα θέλεις αμέσως. Αλλά έχεις αργήσει να το καταλάβεις. Και μετά είναι αργά. Ή έχεις έρθει πολύ νωρίς. Κι επειδή δε γίνεται αλλιώς, πεισμώνεις, σουφρώνεις τα χειλάκια σα μωρό. Αλλά δε μπορείς να κάνεις τίποτα. Όλα καλοκαίρι. Πάντα καλοκαίρι. Δε μπορείς να τα βάλεις με το καλοκαίρι. Ούτε με το λιμάνι που θα φτάσεις. Ούτε καν με το καράβι που θα μεταφέρει το κορμάκι σου.


Δε μεγάλωσα πολύ, δεν ωρίμασα ιδιαίτερα.
Φαίνεται όμως, πως κάπου μεταξύ αλμύρας και άμμου, εκεί που τα μαλλιά μου άρχισαν να μακραίνουν κι έπαψε ο μπαρμπα-Νίκος να με φωνάζει "πιτσιρίκο", μέσα σ’ έναν ξένο -αλλά όμοιό μου τελείως- υπνόσακο, σταμάτησα για λίγο και το δοκίμασα.


Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.