Monday, November 27, 2006

Change of a dress


Μεταφερθήκαμε.Τέλος.

Bye bye Blogger.... H εκδίκηση της τέταρτης τελείας.

http://the6milliondollarstory.wordpress.com/

Wednesday, October 25, 2006

Ghost Bastard


Θα του έφτιαχνα γιαουρτλού σουτζούκ με μπόλικο τούρμερικ και κόλιανδρο, που θα έγλειφε τα δάχτυλά του. Και αρνάκι ανατολίτικο με θυμάρι και σκόρδο στο φούρνο, να φάει και να σκάσει ο πασάς μου, τόσο που να παραδοθεί αμέσως μετά σε ύπνο γλυκό, σα μωρού, κι εγώ να τον καμαρώνω.

Αντ’ αυτού, κάθομαι μόνη, στη Schottengasse αυτή τη φορά, και περιμένω τον μικρό σερβιτόρο με το αστείο παπιγιόν να μου φέρει εξεζητημένα ψητά μανιτάρια του δάσους με σως ταρτάρ, απλωμένα σε φύλλα σαλάτας, σωστά ομοιώματα χαρτονιού.

Κατεβάζω το φρουτένιο λευκό Riesling μου κι αναστενάζω.

«Μια πρόβα για πού;», αναρωτιόταν ο σοφός μου και μέσα του τον ρωτούσε φωναχτά, ήξερε πως τον ακούει. Απάντηση όμως δεν έπαιρνε, μήτε και τελικά πήρε ποτέ.

Πως εκείνος ακόμα τον ψάχνει, κάθε χρόνο ίδια μέρα, σχεδόν ραντεβού. Γιατί πήρε μαζί του το νόημα.

Έτσι θα του μιλούσα τώρα, αγριεμένα, γιατί σε ανοιχτούς δρόμους, άδειους, χάνεται και ακόμα περιμένει, πότε ειρωνικός και πότε απελπισμένος, τη μέρα που κατεβαίνοντας από το λεωφορείο της γραμμής θα πέσει επιτέλους επάνω σε εκείνον που βρίσκεται μέσα του, αλλά το βουλώνει πεισματικά.

Επιδόρπιο παγωτό φιστίκι και σοκολάτα θέλω. Που θα σου άρεζε, σοφέ μου.

Αλλά έχω μπροστά μου αμύγδαλο με Αmaretto και σιρόπι βατόμουρο, λιγωτικό και φλύαρο, πάνω σε βάφλες στρογγυλές, όπως τα φεγγάρια που αγαπάς.

Κάπου ανάμεσα στα φίλτρα είναι εδώ γύρω ακόμα, τον νιώθω κι ας μην τον άγγιξα ποτέ, γι’ αυτό και τον ψάχνει, μια εδώ και μια εκεί. Είναι και που δεν πρόλαβε να του πει το για πού. Χωρίς προσανατολισμό ο μικρός εξερευνητής τώρα.

Καθισμένος εδώ σε άλλη διάσταση, να τσαλαβουτάει στο σιρόπι βατόμουρο τα δάχτυλά του και να γελάει και με μένα την άγνωστη και με τις σκέψεις μου.

Τελευταία μπουκιά, πίτα στο σιρόπι. Αδέξια, ξεφεύγουν δυο στάλες από το στόμα και λεκιάζω το πουκάμισο.

«Εσύ φταις», ψιθυρίζω, μου κλείνει το μάτι.

Wednesday, August 09, 2006

m1 vs.m2



Παγωμένη βότκα. Φέτες πορτοκαλιού. Αμηχανία, τσιγάρο, "έχεις αναπτήρα;", στάχτη πέφτει κάτω.
"Δοκίμασέ το, έβαλα τζίντζερ και γιαούρτι".
Βγάζω πέδιλα, πόδια γυμνά πάνω στον καναπέ, κουλουριασμένα, το ποτήρι ιδρώνει, σταγόνες κάτω, παντού.

Παλάμη ανοιχτή στη δική του πάνω.
"Η γραμμή της ζωής μεγάλη, αλλά διακόπτεται απότομα, και συνεχίζει αδύναμη, ατύχημα".

"Η γραμμή του έρωτα;"
Γελάει, μου μαζεύει τα μαλλιά, πέφτουν τα τιραντάκια.

"Κλείσε λίγο τα μάτια".Δε μπορώ.

"Κλείσε τα μάτια, σου λέω".
Γλωσσίτσα έξω.

(Σκέφτομαι, πως θέλω να σε ερωτευτώ πολύ, να δυστυχώ με τρόπο αστείο, κωμικοτραγικό, γελοίο, να κλαίω στην αναμονή και να τηλεφωνώ στους πάντες για να τους πω στη μέση της νύχτας πόσο τέρας είσαι. Και όταν τελικά παίρνεις, να σε λέω μωρό μου και όμορφέ μου και να λιώνω).Ειδάλλως είμαι λογική και πλήττω θανάσιμα.

Με γδύνει σιγά σιγά. Χαζεύει, παίζει, τρέμει λίγο το χέρι του. Μου μιλάει για τον νόμο της παγκόσμιας έλξης.

Όμορφο αγόρι, με λίγο γκρι στους κροτάφους, τόσο δα λίγο, ίσα που το βλέπεις.

Δεν ξέρω γρι μαθηματικά, ούτε φυσική. Μοχλοί και υπομόχλια για μένα κτηνώδες μυστήριο χωρίς αναγκαία λύση.

«Απλό».
Βάζει τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου, δυο σώματα με μάζες m1 και m2 απέχουν μεταξύ τους μια απόσταση, την ονομάζουμε «γ», δαγκωματιά.
Με γαργαλάει λίγο, παίζει. Λιώνω. Έλκονται με δύναμη F, δύναμη ανάλογη με το γινόμενο των μαζών τους, αλλά αντιστρόφως ανάλογη με το τετράγωνο της απόστασής τους. Μπαίνει μέσα μου βίαια, το θέλω πολύ αυτό το αγόρι, δεν κλείνει μάτια, η ανάσα του στο αφτί μου.Λαχανιασμένη αγκαλιά.

Πια τίποτα, ησυχία, κοιμήθηκε το αγόρι. Κάνω να φύγω και σφίγγει το χέρι.

«Αν πας εσύ να φύγεις, θα σε ερωτευτώ μέσα σε μια νύχτα, όσο πήρε στον Γρηγόρη Σάμσα να μεταμορφωθεί σε κατσαρίδα, και στον Σινκλαίρ να ερωτευτεί τον Ντέμιαν για πάντα, γιατί έχεις κι εσύ αυτό που πρέπει να μείνει κρυμμένο, αλλά βρίσκει τρόπο να γλιστρήσει έξω», του ψιθυρίζω στο αφτί.

Ξημέρωσε, μόνη με τη βέσπα στο δρόμο.
Ο έρωτας, όλη η ενέργεια, όλη η διαύγεια, όλη η εκτέλεση, ζιπάκι αυτού του ενός και μόνο νόμου. Έξυπνο αγόρι.

Saturday, July 29, 2006

σταγόνες


Μου είπε ότι είχε να πει κι εγώ έμεινα βουβή. Για πολύ καιρό, μέρες και μήνες, βουβή. Αλλά ήταν μόλις λίγα λεπτά. Αστείο. Μια φτερούγα δύο γραμμαρίων να προκαλεί τόσο σαματά.
Έτσι ήρθα εδώ.
Αγνόησα τα παρακάλια τους, τις συμβουλές τους, τις αλυσίδες τους.
Για να κρυφτώ;
Ποτέ. Δεν είμαι όμως σε θέση να εξηγήσω γιατί. Εδώ και καιρό δεν θέλω πια να εξηγώ τίποτα. Βαρέθηκα να δίνω εξηγήσεις για τη ζωή ενός κασκαντέρ, που δεν κατάφερα να ζήσω παρά μόνο στα κρυφά, τις στιγμές που δεν με πρόσεχε κανείς. Εκείνες εκτός προγράμματος.
Αποδέχτηκα όσα μου είπε. Ασμένως. Είμαι σίγουρη πως περίμενε να κοιτάξω χαμηλά, με τα μάτια γεμάτα από κρυστάλλινα δάκρια και να ψελλίσω με λυγμούς την μάταιη ερώτηση.
Και μια άλλη μέσα μου, λίγο έλειψε να το κάνει. Μα την σταμάτησα. Της επέβαλα να κάτσει ήσυχα σα σεληνιασμένο νήπιο σε μια σκοτεινή γωνία και να βγάλει τον σκασμό. Σιγά μην της επέτρεπα να αρθρώσει δίχως δικαίωμα, με το δικό μου στόμα λόγια αδέσποτου.

Ήρθα και περιφέρομαι κρυφίως στο ομορφότερο ξενοδοχείο του κόσμου.
Μια ξένη. Δεν έχει σημασία πια.
Όμως, γλυκό μου, δεν υπάρχει νύχτα που να μην έρθει, λίγο πριν το ξημέρωμα, την ώρα που όλα ησυχάζουν και είναι εκκωφαντικά απλά. Και τότε δεν έχω -για λίγο- τη δύναμη να τη διώξω. Μου λέει ιστορίες, για φίλτρα και τα κατακάθια τους, για μια αυταπάτη που ικέτευε να πιστέψω σε αυτήν, για τρελές πορείες στην επιπεδοχώρα. Όλα μια κραυγή ορφανού.
Ύστερα φεύγει πάλι, τόσο αβάσταχτα απότομα όσο εμφανίστηκε, αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι για λίγο, μέχρις ότου κλείσουν τα βλέφαρα, τι θα γινόταν αν.
«Μια υπέροχη μέρα και σήμερα, σέρβιρέ μου, μικρέ, το πρωινό μου στο μπαλκόνι, να βλέπω τον ήλιο, μπας και καταφέρω να την αποβάλω. Με κάθε σταγόνα ιδρώτα, ολοένα και περισσότερο από αυτήν».

Monday, May 22, 2006

πάντα καλοκαίρι


Κοιτούσα τη σελίδα επί ώρες. Μα δεν είχα τίποτα να γράψω. Τίποτα να πω. Ένιωθα ένα βάρος μέσα μου, όμως δεν ήξερα καν τι είναι. Ούτε καν να το περιγράψω δε μπορούσα. Συμβαίνει που και που. Να παγώνουν όλα γύρω σου και μέσα σου και εσύ να μένεις με μια σκέψη που δε μπορείς καν να τοποθετήσεις σε κάποιο συρταράκι.

Όσο αφήνεις κάτι, τόσο σε αφήνει και αυτό, λένε. Λένε, λένε, λένε, ποιοι ποτέ δεν έμαθα, πάντως το λένε. Και τη σελίδα την κοιτούσα επί δυο μήνες. Με άφηνε κάθε μέρα και λίγα παραπάνω μέτρα, έτσι ένιωθα.

Σιγά σιγά άρχισε να μπαίνει το καλοκαίρι, να καθαρίζει ο ουρανός, να σκουραίνει το δέρμα από τον ήλιο, να ξανοίγει το μαλλί. Πάλι.

Άρχισαν τα σχέδια, αυτά με τη μυρωδιά αλμύρας πασπαλισμένα. Αυτό το νησί, εκείνο το αντιηλιακό, το άλλο μαγιό, το αυτό φόρεμα, τα επόμενα πέδιλα.

Και τότε θυμήθηκα ένα άλλο καλοκαίρι, από καιρό ξεχασμένο. Περίεργο πως συμβαίνει αυτό. Επιλεκτική μνήμη, μνήμη χρυσόψαρου, το είχα ξεχάσει, επίτηδες, κατά λάθος, πάντως σε τροχιά το είχα στείλει. Καλοκαίρι πριν χρόνια. Πέντε, έξι, επτά χρόνια πίσω. Δεν έχει σημασία.

Νησί. Εκείνο, το άλλο, πάλι δεν έχει σημασία.

Το καλοκαίρι που μεγαλώσαμε άλλοι.

Άναψε τσιγάρο να σου πω.

Τρεις φίλοι ξεκινούν για το νησί. Με ένα σακ βουαγιάζ, τρεις κας καρντ και δυο βεσπάκια. Τρεις πολύ φίλοι. Και ορκίζονται στο καράβι του πηγαιμού πως θα είναι για πάντα μαζί, σαν ένα, τυλιγμένοι μέσα σε πετσέτες θαλάσσης πάνω στο κατάστρωμα για να ζεσταθούν.

Και φθάνουν στο λιμάνι ξημέρωμα, και το νησί έχει μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού και αλμύρας ανάκατα.

Μένουν εννιά μέρες μαζί, σαν ένα, και κάθε μέρα, φίλε, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερα έτη φωτός από αυτό που ξεκίνησαν να είναι. Αλλά δεν το νιώθουν.

Δεν ξέρω αν έφταιγε το νησί, ίσως έφταιγε αυτό, ίσως ο ήλιος, αλλά μάλλον ήταν η λαχτάρα μας να κοιτάξουμε μπροστά αυτό που ήδη κάπου λέγεται πως είναι γραμμένο πως είμαστε, αλλά ακόμα δεν ψυλλιαζόμασταν καν. Ειλικρινά δεν ξέρω.

Οι δυο τους ήταν ξαδέρφια, δεύτερα. Η Β. και ο Γ. κι εγώ ο συνδετικός κρίκος, ερωτευμένη με τον Γ., έτσι νόμιζα, ίσως επειδή εκείνος ήταν και τον ένιωθα, το αντανακλούσε στα μάτια μου. Τι να πεις, τι να σου πω, δεν ήξερα. Και όλα ζάχαρη, φίλε. Βουτηγμένα σε κίτρινη τεκίλα, μαρτίνι και ρούμι μαύρο, κερασμένο και αυτό. Υπέροχες μεθυσμένες μέρες. Με κοντά αγορίστικα κατάξανθα μαλλιά και διαγωνισμό ποιος θα μαυρίσει πιο πολύ και ποιος θα μείνει κάτω από το νερό περισσότερο χωρίς μπουκάλα.

Την τρίτη νύχτα είχε πανσέληνο το θυμάμαι, δεν είχαμε κάνει ντουζ, με την αλμύρα έξω. Και τότε μου το είπε. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, μικρή».

Τον λυπήθηκα. Όπως δεν έχω λυπηθεί στη ζωή μου άνθρωπο. Και πήγα μαζί του, φίλε. «Κι εγώ», απάντησα. Ακόμα νιώθω, αν κλείσω τα μάτια, την αίσθηση. Το σώμα του, τα χέρια του, το βλέμμα του, την ανάσα του. Όλα οικεία και ξένα μαζί. Τότε το κατάλαβα, μου ήταν αδιάφορος. Και φοβήθηκα, είπα μέσα μου, είσαι αναίσθητη, δεν είσαι σε θέση να ερωτευτείς, να νιώσεις τίποτα. Είσαι μια ξένη. Ανίκανη. Και υπέμεινα, φίλε. Όλη νύχτα. Γιατί δεν μπορούσα να κουνηθώ καν. Και σε όλη αυτή τη νύχτα δεν ένιωσα τίποτα ούτε για ένα δευτερόλεπτο, δεν με άγγιξε τελικά ούτε για ένα εκατοστό. Μετρούσα, να μη σκέφτομαι, τα αστέρια στον ουρανό, όπως την ώρα στο ρολόι. Και όταν ξημέρωσε με κοίταξε, Θεέ μου, μου έσκιζε τα σωθικά ο οίκτος, νόμιζα πως θα με πνίξει, «μείνε δίπλα μου» ψιθύρισε. Μα δεν με κρατούσε τίποτα. Είχα φύγει ήδη χιλιόμετρα μακριά κι ας με είχε αγκαλιά ακόμα. Είχα πει «κι εγώ». Το είχα πει. Σα να μην ήταν το δικό μου στόμα.

Χωριστήκαμε. Προφασίστηκα ανέμελα πως θα έβλεπα δυο φίλους. Τελικά πήγα μαζί με μια παρέα, που γνώρισα στη χώρα εκείνο το πρωί, εκδρομή στο απέναντι νησί και έλειψα τρεις μέρες. Ο Γ. έμεινε πίσω. Η Β. γνώρισε κάποιον και γύρισε κάθε κόλπο μαζί του.

Όταν επέστρεψα τους βρήκα να πίνουν παγωμένες βότκες στην παραλία. Κάναμε όλοι σα να μην είχε συμβεί τίποτα, σα να μην είχαμε χωριστεί ούτε για ένα λεπτό. Και μείναμε μαζί για δυο μέρες ακόμη, σαν ένα.

Μπάντζι τζάμπινγκ, βουτιές, σφηνάκια από το σώμα, ύπνος αγκαλιά στην άμμο.
Πεφταστέρια και ευχές. Ξεπλήρωνα το «κι εγώ».

Να μη νιώθω για λίγο έστω ξένη, να γίνω δική τους, να ανήκω κάπου μια φορά. Η ανίκανη.

Και τελευταίο βράδυ, ξημέρωμα σχεδόν, θάρρος ή αλήθεια.

Με άμμο στα παπούτσια και το στόμιο του μπουκαλιού.

Τότε το είπε, φίλε, ο μπάσταρδος τη βίασε, όσο έλειπα, όσο γυρνούσε μαζί του τους κόλπους με τη μηχανή. Μέρα μεσημέρι στην ερημιά, δίπλα σε μια παρέα σέρφερ που χειροκροτούσαν. Το ήθελε στην αρχή, μα έγινε βίαιος μετά, δεν ήθελε άλλο, φώναξε, προσπάθησε να φύγει αλλά δεν την άφησε. Το είπε, και δεν έκλαιγε σου λέω. Αλλά δεν ήταν θάρρος. Ήταν απελπισία.

Κι εμείς ξέραμε που ήταν. Μπορούσαμε να πάμε να τον βρούμε. Αλλά δεν το κάναμε. Δε μας άφησε. Και νιώθαμε μέσα μας ανακούφιση που δεν μας άφησε. Και ντροπή μαζί. Θυμό.

Την άλλη μέρα πήραμε το πλοίο. Πάλι τυλιγμένοι με πετσέτες θαλάσσης στο κατάστρωμα. Πάλι όλοι αγκαλιά. Αλλά δεν βγάλαμε άχνα σε όλη τη διαδρομή. Σα να μας είχαν πάρει τη λαλιά. Τι να λέγαμε.

Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι, σταμάτησα ένα ταξί να με πάει σπίτι. Αυτο'ι πήραν άλλο. Με κατεβασμένο το παράθυρο τους άκουσα που φώναξαν ραντεβού για την επομένη. Είπα ναι. Χαμογελούσαμε και οι τρεις.

Δεν πήγα. Είμαι σίγουρη πως κανένας τους δεν πήγε.

Δεν τους ξαναείδα λοιπόν ποτέ.

Έμαθα καιρό μετά από έναν τυχαίο, όπως γίνεται πάντα, τον Τ., πως ο Γ. λέει, γνώρισε μια κοπέλα στο αεροπλάνο του γυρισμού και μέσα σε πέντε μήνες παντρεύτηκαν. Πως η Β. τα παράτησε όλα εν μια νυκτί και γύρισε πίσω, έπιασε δουλειά σε τουριστικό γραφείο. Όλα ρευστά και έπρεπε, λέει, να βρει τις εκβολές που πραγματικά ήθελε. Μόνη της. «Πρέπει να μεγαλώσω, να μάθω», του είπε.

Κι εγώ;

Εγώ ίδια κι απαράλλαχτη, αλλά τελικά άλλη.

Γιατί όχι πια ξένη.

Γιατί εντωμεταξύ έκοβε βόλτες ο διάολος, ευτυχώς, και ερωτεύτηκα πολύ, φίλε. Έναν άλλο ξένο. Τα πάνω κάτω. Βρήκα κάπου να ανήκω, η ξένη. Και έσβησα τα πάντα πίσω μου. Σα να μην έγιναν ποτέ. Πάλι καλοκαίρι. Και μετά έπρεπε να τον αποχαιρετήσω, φίλε. Γιατί ανήκε ήδη αλλού. Γιατί η ζωή σε πάει καμιά φορά σε μέρη που δεν πίστευες ποτέ πως θα έφτανες. Και τότε δεν σου φτάνει αυτό το "πολύ". Τότε θέλεις τα πάντα και τα θέλεις αμέσως. Αλλά έχεις αργήσει να το καταλάβεις. Και μετά είναι αργά. Ή έχεις έρθει πολύ νωρίς. Κι επειδή δε γίνεται αλλιώς, πεισμώνεις, σουφρώνεις τα χειλάκια σα μωρό. Αλλά δε μπορείς να κάνεις τίποτα. Όλα καλοκαίρι. Πάντα καλοκαίρι. Δε μπορείς να τα βάλεις με το καλοκαίρι. Ούτε με το λιμάνι που θα φτάσεις. Ούτε καν με το καράβι που θα μεταφέρει το κορμάκι σου.


Δε μεγάλωσα πολύ, δεν ωρίμασα ιδιαίτερα.
Φαίνεται όμως, πως κάπου μεταξύ αλμύρας και άμμου, εκεί που τα μαλλιά μου άρχισαν να μακραίνουν κι έπαψε ο μπαρμπα-Νίκος να με φωνάζει "πιτσιρίκο", μέσα σ’ έναν ξένο -αλλά όμοιό μου τελείως- υπνόσακο, σταμάτησα για λίγο και το δοκίμασα.


Sunday, March 05, 2006

ο τέλος ΠΑΝτων.μου.



Διαβάζω απόψε παραμύθια. Χωρίς κουκιά και ρεβύθια. Αλλά αντιδραστικά, όπως είναι άλλωστε όλα τους ανεξαιρέτως. Για τα παιδιά που δεν κάνει να μεγαλώσουν και για τους μεγάλους που απλά δεν ξέρουν πια πως να ξαναγίνουν παιδιά.
Με γεύση απο σάμαλι του Χατζή, το ένα, το τελευταίο, με μπόλικο σιρόπι. Και δυο αμύγδαλα επάνω.
Για ένα αγόρι αυθάδικο που προφανώς, αν και το ίδιο δεν το ξέρει, ζει μαζί με νεράϊδες αθυρόστομες και εξαιρετικά διεφθαρμένες, σε ένα μέρος που δεν έχει ο χάρτης, γιατί τα αληθινά μέρη δεν τα έχει ποτέ ο χάρτης. Κι ας φυσάει εκεί Σαλονικιώτικος αλμυρός Βαρδάρης.

Για έναν πιτσιρικά που δυστυχώς μεγάλωσε, αλλά o Μυροφόρος Έφιππος Αντάρτης ήρωάς του που το ψυλλιάστηκε έγκαιρα, του έδωσε ένα ζευγάρι φτερά έξω απο μια εκκλησιά. Όχι για να πετάξει. Τα φτερά δεν είναι ποτέ για να πετάξεις. Είναι για να σε κρατήσουν σταθερά στη γη, γιατί μόνο αν μείνεις ακινήτως κινητός, αν και ζωντανός, θα μείνεις ίδιος, μικρός σοφός, μακριά απο την επιτυχημένη λάσπη και την ντεμέκ άγια κοπριά.
Για ένα Little boy. Όπως αυτό της κωδικής ονομασίας της ατομικής βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα. Όπως το πρόσωπο της ίδιας της Χιροσίμα που πετάει έκτοτε καθημερινά πάνω απο τον κόσμο βγάζοντάς του τη γλώσσα έξω.
Ένα αγοράκι που δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων, που επειδή απεχθάνονται τον εαυτό τους δεν υμνούν τελικά κανέναν και γαντζώνονται απο την σεμνοπρέπεια, γιατί τους είναι αδύνατο να σταματήσουν να κρίνουν.
Έναν μπόμπιρα με μολύβια, σκυμμένο πάνω απο ένα κομμάτι λευκό χαρτί, πότε πότε συγκινημένο απο το ίδιο του το ταλέντο και άλλοτε κτηνωδώς αδιάφορο και ταυτόχρονα ανεπαίσθητα ονειροπόλο, όπως καταφέρνει να είναι μόνο κάποιος, που όσα αγαπάει κρατάει μακριά. Μα ποθεί με όλο του το είναι να έχει, και κυνηγάει ταυτόχρονα. Σαν τον Πολιούχο άνεμο που το βοηθάει να πετύχει τη μοναξιά του. Που πετάει, όπως η ζωή η ίδια, με ένα φτερωτό άλογο πάνω απο τα συντρίμμια ελπίδας μιας άσχημης - όμορφης πόλης, πότε κοροϊδεύοντας και πότε φτύνοντάς τα. Μα που αυτό το ίδιο έχει μάθει να αγαπάει με όλο του το είναι, από τότε που το σάμαλι βρισκόταν στο πελώριο ταψί έξω απο την εκκλησιά. Τότε που έψαχνε μανειωδώς στα τυφλά, με στόμα μπουκωμένο, να αποκαλύψει τους εχθρούς (χωρίς «του» και «μου») που ωστόσο τόσο πολύ του μοιάζουν, για να τους χλευάσει. Δοκιμάζω, λαίμαργα όπως εκείνος, λιχουδιές με γάλα. Και αφήνω επτά κουπάκια με σοκολάτα μπίτερ και φρέσκα καθαρισμένα φρούτα έξω απο την πόρτα του κήπου, δίπλα στην καρυδιά. Φαντάζομαι πως απο όλα τα ξωτικά, εκείνος ο ένας μπόμπιρας θα έρθει, με ανακατεμένα μαλλιά απο την λαχτάρα για τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου πορτοκαλιού.

Και αφού μου σκάσει φιλί, θα μου πει για τις αποφάσεις. Και την αιτία ύπαρξής τους στην αναίρεση. Για τους διπλωμάτες που δεν κάνουν τίποτε παραπάνω απο το να διπλώνουν τη μεσούλα τους και να λυγίζουν σε τεμενάδες για τον κάθε ανόητο που νομίζει ότι έχει στα χέρια του εξουσία και σπαταλά τελικά μονάχα σάλιο, τζάμπα. Για τον αθυρόστομο Άγιο της Αχειροποιήτου που ξεπήδησε μια μέρα μέσα απο το εικόνισμα, νεότατος και πιο όμορφος απο ποτέ πιο πριν, γελώντας στα μάτια του και συνάμα σκοτεινιασμένος μέσα στο βλέμμα του λαού,για να του μάθει ανυπόμονα και αυταρχικά, όπως κάθε Άγιος με δημοκρατική επιβολή λόγου, την αξία του να παλεύεις αναίμακτα για όλα. Για δυο πράσινα μάτια μιας Καίτης, για ένα κομμάτι λαχταριστό σάμαλι, για μια ιδέα, για σένα τον ίδιο, για τον εχθρό. Για να δεις την ομορφιά μες στην ασχήμια και την ασχήμια μες στην ομορφιά. Για να δεις ποιος τέλος πάντων είσαι. Καλός και κακός μαζί, ένας διαολεμένα έξυπνος βλάκας, εχθρός του ίδιου σου του εαυτού και καλύτερος φίλος μαζί.

Λέγεται πώς αν μπεις ποτέ σου μέσα απο μια πύλη στη νεραϊδοχώρα, δεν μπορείς πια να ξαναζήσεις στον δικό μας σάρκινο κόσμο. Γίνεσαι την ίδια εκείνη στιγμή της επιστροφής σου σκόνη γκρίζα που σκορπά στον αέρα.

Το αγόρι αυτό όμως αντιλαμβάνεται μόλις ο ουρανός σκοτεινιάζει και πάλι, δίχως φεγγάρι τούτη τη φορά, ότι επέστρεψε μέσα απο την πύλη ολόκληρο, θυμάται τα λόγια του Αγίου και βγάζει τα νεραϊδοφτερά, δεν τα χρειάζεται, ποτέ του δεν τα χρειάστηκε πραγματικά. Και συνεχίζει την πορεία του. Δεν σκόρπισε το σώμα του. Δεν έγινε σκόνη. Ζει άνετα μόνο όταν ζει σε ύψη, μα δεν περιφρονεί ποτέ τους πρόποδες, αντίθετα τους κάνει βωμούς και ανυψώνεται τότε μέσα του. Συνέχισε και συνεχίζει να περπατά αυθάδικα, πάντα αθυρόστομο και πονηρό, σαν το νερό κάτω απο την ψάθα που κυλάει να βρει όχι πια τον Άγιο, μα το αντάρτικο μυροφόρο ποτάμι αυτοπροσώπως και μαζί του να ενωθεί. Δυνατό κράμα, ελεύθερο.

Μα πάντα στην άκρη της ελευθερίας μας έχουμε και μια τιμωρία. Μια χαρμολύπη.
Όπως ο μπόμπιρας.

Γελάω πονηρά πίσω απο τα ανύπαρκτα καλοχτενισμένα μουστάκια μου, σαν Αλίκη που αφού χώθηκε με το ζόρι μέσα στην κουνελότρυπα, ψάχνει να βρει πώς στο διάολο θα βγει πάλι έξω. Και την ακριβώς επόμενη στιγμή αποφασίζει να μείνει αιώνια μέσα. Δηλαδή ακριβώς μόλις λίγα νεραϊδένια λεπτά.

Sunday, February 12, 2006

ενίοτε δεν αιωρούνται έξω μόνο οι νιφάδες


Οι Κυριακές εμπεριείχαν πάντα μια γλυκιά τεμπελιά, μια ακίνδυνη αίσθηση συνειδητοποιημένης καναπεδονιρβάνας, της οποίας αναπόσπαστο μέρος αποτελεί πλέον, η αγορά της απαραίτητης τετράκιλης εφημερίδας με τα εικοσιπέντε ένθετα τεύχη και τα έξτρα ντιβιντί, που ωστόσο λίγα σου αφήνουν.
Κάθε Κυριακή ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη και την επόμενη. Εγκλωβισμένη σε έναν στρόβιλο πανομοιότυπο με εκείνον του Μπιλ Μάρευ στη «Μέρα της Μαρμότας». Κανάτα καφέ γεμάτη, τασάκι τίγκα στα αποτσίγαρα, ραδιόφωνο και χουζούρι, σπαρίλα μέγιστη. Μη απομνημονεύσιμη. Δίχως φόρμα.

Το να δώσεις άλλωστε φόρμα σε μια διάρκεια είναι απαίτηση της ομορφιάς, όσο και της μνήμης. Διότι το άμορφο είναι ασύλληπτο και ως εκ τούτου μη απομνημεύσιμο.

Κι εκεί που επαναπαύεσαι στην ανικανότητα εξέλιξης, στην απουσία του διαφορετικού, στην αφάνεια και ρευστότητα του μη απομνημονεύσιμου γίγνεσθαι, έρχεται ένας άνθρωπος, ένα συμβάν, πέντε λέξεις διαφορετικές και πλάθεται μια ολόκληρη μέρα ανάποδα, μονοκοντυλιά.
Αυτό είναι. Συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι ικανοί να σε εκπλήξουν, να σου διδάξουν τη μαγεία του απρόοπτου, του μη προβλέψιμου, την ομορφιά μέσα στην αρχέγονη απλότητα της σκέψης που εκ πρώτης φαντάζει πολύπλοκη.

Δημουλά και «Οι λέξεις φταίνε. Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά σιγά ν'αρχίσουν να συμβαίνουν». Λέξεις «ζηλότυπες», «θεάρεστες», απο το στόμα ενός μικρού ? μεγάλου λιονταριού, που μοιάζει πολύ με εκείνο της αναφοράς στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου.

Κυριακή λοιπόν, πέντε του Φλεβάρη και το χιονόνερο πέφτει πυκνό σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Με «πετυχαίνει» στην είσοδο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Βέροιας. Έχω έρθει για την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του Κώστα Ζουράρι, το «Νυν αιωρούμαι», στα πλαίσια πάντα των εκδηλώσεων του Δήμου.

Αιωρούμαι κι εγώ, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, με το ζόρι κρατάω ανοιχτά τα μάτια μου απο το ξενύχτι της προηγουμένης. Αντιλαμβάνομαι ωστόσο γρήγορα τον αριθμό των παρευρισκομένων και τον εκπληκτικό ενθουσιασμό τους, για τον άνθρωπο που έχουν έρθει να ακούσουν, τον άνθρωπο - Έγκλημα (υπό μια ντεμιανική έννοια).

Επίκεντρο γίνεται γρήγορα το «Συναμφότερον» ως έννοια. Έννοια ενέσιμης καφείνης μετρημένης σε μεγατόννους. Με δικό του κόπιραιτ.

Δεν πρόκειται για τίποτε άλλο απο αυτό δηλαδή που ήδη απο τα γεννοφάσκια μας έχουμε μέσα μας και είμαστε όλοι τρόπων τινά εφευρέτες του, ο καταγωγικός μας μύθος, όπως αυτός παρουσιάζεται μέσα απο τον λόγο του Αχιλλέως στην Ιλιάδα. Το σακί με το γιν και το γιαν ενωμένα, άσπρο και μαύρο, η ύπαρξις του καλού μέσα στο κακό, αντίθετα της παιδιάστικης θεωρίας του μονοφυσιτισμού, του απόλυτα καθαρού.
Ακούς και παρασύρεσαι στο τσουνάμι των λέξεων. Es muss sein. Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς.

«Το παράδειγμα έρχεται αυτόματα μέσα απο την πλαγιολίσθηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το αμοιβαίως αποδεκτό όνομα που επιθυμούν οι πολιτικοί να υπάρξει ανάμεσα στα Σκόπια και την Ελλάδα. Η αίσθηση του να είσαι δηλαδή και κερατωμένος και ευχαριστημένος. Αυτό είναι το Συναμφότερον».

Δεν είμαστε δραματικός λαός, αλλά παιχνιδιάρικα ιλαροτραγικός, σκοτεινός και πολύπλοκος, μέσα σε μια μαγική απλότητα «πεποικιλμένα σύνθετος», αντίθετος εκ φύσεως των συμπαντικών στεγανών, εύκαμπτος όπως το σώμα της Συλβί Γκιγέμ. Ιδιόμορφος και μοναδικός, όπως και το ακροατήριο μέσα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Πολίτες κάθε ηλικίας, εκπρόσωποι κάθε χώρου ακούν με προσοχή που όμοιά της δε θα συναντήσει καθηγητής Γυμνασίου προς μεγάλη του λύπη ?αλίμονο- πουθενά. Μαγνητισμένοι όλοι. Άχνα.


Σιγά σιγά αντιλαμβάνεσαι λοιπόν, μικρό ξανθό κι ανόητο κορίτσι κι εσύ, την ύψιστη σημασία της θουκυδίδειας ανάγνωσης της ιστορίας, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα απο το «Νυν αιωρούμαι». Ο Θουκυδίδης ως πολιτειολόγος, ή πολιτικός φιλόσοφος εμπεριέχει τον μεγαλοφυή αν και ιδιόρρυθμο ιστορικό, μα πάει πέντε βήματα βαθύτερα. Όπως και ο Ζουράρις ως μετέπειτα αναλυτής του, βγάζει τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό του λόγο, μέσα απο τις δικές του δυο τσέπες (όπως άλλοτε ο Μακρυγιάννης την αλήθεια και το ψέμα) ταυτόχρονα ένα εξαιρετικής εξυπνάδας και πονηριάς παιδί, όμως και τον -άδικα ίσως- δίκαιο πατέρα του. Ηρακλείτεια πτυχή πραγμάτων, να θυμώνεις και να χαμογελάς μαζί.

Φυσικά ακολούθησε η απαραίτητη συζήτηση μεταξύ των παρευρισκομένων κατόπιν παράκλησής τους, μεταξύ άλλων για τα -παράλογα μεν, προβλέψιμα δε ? αιτήματα των Σκοπιανών και την περίφημη και ντεμέκ πολλά υποσχόμενη «κοινώς αποδεκτή» ονομασία τους. Και η συζήτηση δεν ήταν παραγέμισμα χρόνου, αλλά τον οργάνωνε εκείνη.
Το μήνυμα στο ζουμί του ήταν σαφές, το επιβεβαίωσε το χειροκρότημα. Εϊμαστε Έλληνες και ως Έλληνες πολίτες οφείλουμε στον εαυτό και την πατρίδα μας να διεκδικούμε όλοι μαζί ? αφού η ισχύς έρχεται μέσα απο το κράμα- τα πάντα, αλλά να μην παραχωρούμε τίποτα.

Εν έτει 2006 και μέσα σε ένα χάος ρευστής αντιλογίας που μέσα στην καινότητα του λόγου της δεν καταφέρνει να σου αφήσει τίποτα, φαίνεται πως ο Θουκυδίδης βρίσκει επιτέλους μεγαλύτερο αντίκτυπο απο ποτέ. Άκρως απομνημονεύσιμος, απο ένστικτο ή απο ανάγκη.

Και εκεί που τα μικρόφωνα ξαφνικά έκλεισαν, πίστεψα πως όλοι θα φύγουν τρέχοντας σαν το Βέγγο για να προλάβουν να φτάσουν στα σπίτια τους έγκαιρα, πριν σκάσει μύτη η πολυδιαφημισμένη απο τα ΜΜΕ εποχή των παγετώνων νούμερο δύο. Είναι και που ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης. Κι εμείς έχουμε μάθει να θέλουμε να ξεχνάμε.


Διαψεύστηκα όμως πανηγυρικά. «Δάσκαλε μια αφιέρωση». Και ουρά γύρω απο τον ομιλητή οι παρευρισκόμενοι κρατώντας απο ένα αντίτυπο του βιβλίου.

Όταν πια έφτασα σπίτι έβαλα να πιω ένα ποτηράκι κρασί Ναούσσης στο χρώμα του ρουμπινιού.
«Δάσκαλε», λοιπόν.

Και θυμήθηκα αχνά τα λόγια του παππού Μενέλαου κάπου μέσα απο το βάθος του χρόνου.
Η φιλία, όπως και η εκτίμηση αλλά και ο σεβασμός, είναι παράσημα που σου δίνονται μετά απο αγώνα. Μόνο να τα κερδίσεις μπορείς, ποτέ να τα απαιτήσεις με το έτσι θέλω και να τα πάρεις. Σε μια χώρα που καλώς ή κακώς είσαι ότι εσύ λες οτι είσαι και τίποτα λιγότερο, οι φίλοι που αποκτάς με κόπο, φέρουν τελικά τη σκιά των λόγων σου.

Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.