Friday, December 09, 2005

χτες

Μετά απο πολύ καιρό την είδα στον ύπνο μου.
Άναψε τσιγάρο να σου πω. Βάλε και καφέ. Να στα πω τώρα που ακόμα τα θυμάμαι καθαρά, μετά θα τα ξεχάσω.

Νέα, ίσως στα τριάντα της. Κι εγώ δίπλα της μικρό παιδί.

Με τα κοντοκουρεμένα της σκούρα καστανά μαλλιά, καθαρό πρόσωπο, σχεδόν πορσελάνινο λευκό, κατακόκκινα χείλια και τα γαλάζια της μάτια έντονα βαμμένα με κολ.
Φοράει το φόρεμα τριών τετάρτων με τα κρόσσια, του αρραβώνα της, μαύρο, απο μουσελίνα νομίζω, ίσα που φαίνονται οι υπέροχες γάμπες της, η πανέμορφή μου λάμπει.

Μ'αγγίζει, μου πιάνει το χέρι, το παίρνει στα δικά της δάχτυλα μέσα και το φιλάει πεταχτά. Και νιωθω να με σφίγγει το δαχτυλίδι της, να με πονάει, εκείνο με τον σμαραγδένιο σταυρό που αγαπούσε πολύ, στο ίδιο δάχτυλο περασμένο με τη βέρα. Αλλά δεν φοράει και την δική του μαζί. Παράξενο μου φαίνεται, μόνο την δική της.

«Μη φεύγεις». Σιωπή, ούτε λέξη εκείνη. Μόνο μου πιάνει το χέρι και με κοιτάει.
«Μίλα μου, όμορφή μου».

Ησυχία.
«Πες μου οτι μ'αγαπάς».
Χαμογελάει.

Πριν κάνει να φύγει μου κλείνει το μάτι τσαχπίνικα. Μου δείχνει με νεύμα του κεφαλιού της οτι την περιμένουν.
Πίσω της εμφανίζεται ξαφνικά ένας ψηλός άντρας. Φοράει στρατιωτική στολή και πηλίκιο, την πιάνει απαλά απο τη μέση και την σπρώχνει προς το μέρος του.
Ο Μενέλαος.
Όπως δεν τον είδα ποτέ. Φωτογραφία νόμιζα του άλμπουμ που ζωντάνεψε.
«Θα μου χορέψετε άλλη μια φορά;», παρακαλάω με νάζι και προσέχω πως δεν μπορώ να πω το ρό καθαρά.

Κι εκείνος την αφήνει για λίγο και πιάνει εμένα, με παίρνει και με ανεβάζει με μια κίνηση πάνω στα πόδια του, οι πατούσες μου πάνω στα σκαρπίνια του, δεν φτάνω ούτε καν με το ζόρι μέχρι το στήθος του, βαλσάκι στο παλιό πικάπ με σηκωμένο το έπιπλο και η βελόνα να πηδάει.
Φοράω το αγαπημένο μου φορερματάκι με τα κεράσια, το αναγνωρίζω είναι σαν κολαρισμένο και σε κάθε φιγούρα φουσκώνει και μ’ακολουθεί.
Πίσω μου η Ευαγγελία. Πιάνει το χέρι του οδηγό, εγώ στη μέση. Και στην τελευταία νότα γνωστή φιγούρα, πιάνει τη μέση της απαλά και την αφήνει να πέσει για λίγο προς τα πίσω, εγώ κολλημένη πάνω του, ακολουθώ το δικό του σώμα, και μυρίζει κανέλα.

Τεντώνομαι να φτάσω το αφτί του, είναι ψηλός πολύ κι εγώ μικρή, δεν φτάνω, γκριμάτσα μισοαστεία μισοσοβαρή.
Και μετά μόνη. Αλλά έχει ζέστη πολύ.
Κι εγώ δεν φοβάμαι, μόνο τρέχω, μέσα στον ύπνο μου ακόμα, τρέχω να τον βρω, κοιτάζω παντού ακόμα και μέσα σε ντουλάπες, σα να παίζουμε κρυφτό και να μην τον βρίσκω, να του πω πως τους είδα, και ήταν νέοι πολύ, και μου έδωσαν κινηματογραφικό παιδικό φιλί, όχι σαν το δικό μας, αλλιώτικο, απο κείνο που ήθελα μια φορά να δει.

3 Comments:

...το έχω κόψει, το διάβασα, βρήκα ένα ξεχασμένο Harvest κεράσι σε ενα συρτάρι, χαρτάκια και τα φίλτρα μου.

Έστριψα, το άναψα, κάηκα στην ίδια σκέψη. Το επανέλαβα μέχρι που το τσιγάρο μου έφτασε στο φίλτρο... χαμογέλασα.

Great minds think alike, σκέφτηκα, do they dream/fear/feel alike too?

φιλιά
commented by Blogger τέλσον, 4:31 am  
ναι, κάποιες φορές, και με λίγη τύχη ανακαλύπτεις κανά δυο, υπέρ-αρκετούς για μια ζωή.

φιλί γλυκό
commented by Blogger discolata, 3:47 pm  
hey, υπέροχο κείμενο, θα έγραφα κάπως έτσι αν είχα χάσει πρόσωπο υπερ-αγαπημένο και ήθελα με το κείμενό μου να το ζωντανέψω ξανά, έστω για μια στιγμή.

Τη μητέρα μου ας πούμε.


Keep on
commented by Blogger blade runner, 5:07 pm  

Add a comment

Site Information ++

Best viewed: Mozilla Firefox. COmpatible with: Netscape, IE5+, Firefox.
No Javascript.